- τρίμιτος
- τρίμιτοςthree-threadedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τρίμιτος — η, ο / τρίμιτος, ον, ΝΑ (για ύφασμα) ο κατασκευασμένος από τρίκλωνο νήμα αρχ. (το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ὁ τρίμιτος, τὸ τρίμιτον είδος ενδύματος κατασκευασμένου από ύφασμα με τρίκλωνο νήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + μίτος «νήμα, κλωστή» (πρβλ. ἑπτά… … Dictionary of Greek
τρίμιτον — τρίμιτος three threaded masc/fem acc sg τρίμιτος three threaded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριμίτους — τρίμιτος three threaded masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίμιτα — τρίμιτος three threaded neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριμίτιον — τὸ, Α [τρίμιτος] υποκορ. τού τρίμιτος ή τού τρίμιτον … Dictionary of Greek
Sammet, der — Der Sammet, zusammen gezogen Sammt, des es, plur. doch nur von mehrern Arten, die e, ein feinhaariges, seidenes Gewebe, dessen linke Seite einen Gros de Tour Grund bildet. Der Sammet bestehet aus doppelten einzelnen Fäden, welche man im Weben… … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
τριμίσκον — Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Ασπενδίους) «ἱμάτιον». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για εσφ. γρφ. αντί τριμιτίσκος< τρίμιτος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. ἀστερ ίσκος)] … Dictionary of Greek
τριμίτινος — ίνη, ον, Α αυτός που αποτελείται από τρεις κλωστές, τρίκλωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίμιτος + κατάλ. ινος (πρβλ. πήλ ινος)] … Dictionary of Greek
τριμιτάριος — ὁ, Α κατασκευαστής τριμίτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίμιτος + κατάλ. άριος (< λατ. κατάλ. arius), πρβλ. ταβουλ άριος] … Dictionary of Greek